Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Το πιο φτηνό χριστουγεννιάτικο δώρο (ένα σύγχρονο έργο σε δυο παράλληλες πράξεις)



  

Πλησίαζαν οι γιορτές. Η μαγική λέξη για μικρούς και μεγάλους: «δώρο». Ο μικροί σκέφτονται και ονειρεύονται το δώρο που θα πάρουν. Οι μεγάλοι δεν ονειρεύονται, επειδή δεν τους πιάνει ο ύπνος από τις φροντίδες. Σκέφτονται μόνο, πως φέτος ο Αη-Βασίλης μπορεί να μη συμπεριλάβει στο δρομολόγιό του τη διεύθυνση του σπιτιού τους.

Πράξη Πρώτη
Ο περίφημος Αη-Βασίλης μόνο στα παραμύθια επισκέπτεται τα φτωχόσπιτα. Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, στις πλούσιες γειτονιές με τα πολλά φώτα. Μεγάλα καταστήματα με λαμπερές βιτρίνες, γωνιές πολυσύχναστων δρόμων. Εκεί τον βρίσκουν οι πελάτες, όπως και με ένα τηλεφώνημα σε ειδικά γραφεία, που αναλαμβάνουν να σου νοικιάσουν από «καλεσμένους» σε επίσημες δεξιώσεις μέχρι ΑγιοΒασίληδες.
Ποιος είπε ότι δεν υπάρχει σήμερα δουλεμπόριο, πως δεν υπάρχει κίβδηλη ζωή;
Κάποιες φορές οι διευθύνσεις που έχει γραμμένες τον φέρνουν σε ακριβές πολυκατοικίες. Ψάχνει το όνομα και χτυπάει το κουδούνι. Λίγα δευτερόλεπτα κι ανάβει ένα φως στην είσοδο. Για λίγο σιωπή. Το «μάτι» σε ερευνά. Επάνω η αναφορά: «κυρία ήρθε ο Αη-Βασίλης». Και αμέσως ένα κλικ στην κάτω πόρτα. Σπρώχνει, μπαίνει μέσα, κατεβάζει τα θολωμένα γυαλιά και κοιτάει για ασανσέρ. Βλέπεις παραχόντρυνε ο Αη-Βασίλης κι αντιπαθεί τις σκάλες.
Αλλού τον περιμένουν σε τρίπατες μονοκατοικίες. Εκεί, πάλι, άλλη λαχτάρα. Τα σκυλιά, καθώς διασχίζει το διάδρομο ως την είσοδο, μπορεί να παραξενευτούν από το ντύσιμό του και, παρόλο που από το κεφαλόσκαλο τον βεβαιώνει μια γυναίκα με σπασμένα ελληνικά πως δε δαγκώνουν, ένα τόσο δα φοβάται.
Μπαίνει μέσα και τον υποδέχεται η ζέστη από έναν καλοριφέρ ρυθμισμένο στο φουλ και μια μυρωδιά από έναν συνδυασμό αρώματος, ψημένου φαγητού και ακριβού καπνού.
Θα κοιτάξει γύρω του, να βολευτεί σε μια φαρδιά πολυθρόνα. Εκεί χο,χο,χο, τεντώνει τα πόδια του και θα ήθελε να κάθεται με τις ώρες. Γι’ αυτό πρέπει να μην έχουν λασπωθεί οι μπότες του σε φτωχογειτονιές. Δεν είναι να λερώσει και τα χαλιά ενός τόσο καλοβαλμένου σπιτιού. Μπορεί να μην του ξαναδώσουν δουλειά, ιδίως με τέτοια ανεργία.
Πλησιάζουν δισταχτικά παιδάκια και περιεργάζονται τον «άγιο». Τα μικρά με κάποιο δέος, τα μεγαλύτερα με πονηρό χαμόγελο συγκαταβατικά. Είναι συγκεντρωμένα και παιδιά φιλικών οικογενειών, μια και θάρθει ο Αη-Βασίλης. Σύντομα βρίσκουν το θάρρος τους και παρακολουθούν τι θα βγει από το σάκο του. Κι ο άγιος βγάζει το ένα μετά το άλλο. Ακριβά παιχνίδια ηλεκτρονικά, τηλεχειριζόμενα, συναρμολογούμενα, ρούχα επώνυμα και όλα από καταστήματα φιρμάτα.
Αργεί ο άγιος να βρει ολονών τα δώρα και μάλιστα να επιβεβαιώσει και τον ιδιοκτήτη του καθενός, αλλά ούτε και βιάζεται να φύγει από τη ζέστη και τα γλυκά κεράσματα. Μόνο, αν έχει πολλές παραγγελίες για απόψε.
Σε λίγο όλο το σαλόνι είναι γεμάτο από γιορτινά περιτυλίγματα, κουτιά και επιφωνήματα.
Τα κεράσματα, όμως τελείωσαν και η πόρτα θα κλείσει πίσω από τον «άγιο».
Οι καλεσμένοι θα ανάψουν ένα ακόμα τσιγάρο, θα πιουν δυο γουλιές από το ποτό που κρατούν και θα συνεχίσουν τις κουβέντες που σταμάτησαν με τον ερχομό του Αηβασίλη.
……………………..

- Μάνο, περιμένουμε κανέναν άλλον;
Χαμένος στις σκέψεις του άφηνε το βλέμμα του έξω από τη μεγάλη τζαμαρία.  Τράβηξε την κουρτίνα στη θέση της, γύρισε και συμφώνησε: δεν περιμένουμε κανένα∙ ας καθίσουμε στο τραπέζι!
- Από τότε που υπάρχει αυτή η οικονομική αβεβαιότητα, εξομολογήθηκε η οικοδέσποινα, βρίσκεται απορροφημένος στις φροντίδες του. Έχασε και το κέφι του.
Αυτός πήγε στο χολ και ανέβασε το θερμοστάτη στο 22.
- Θα κάνει κρύο απόψε, είπε και κάθισε.
Δεν είχε, καν, προσέξει το μεγάλο λαμπερό αστέρι που έλαμπε ανάμεσα από τα δέντρα καταμεσής στον ουρανό.
Σε λίγο μόνο τα τρεχαλητά των μικρών, τα τσουγκρίσματα των φίνων ποτηριών και κάτι «χρόνια πολλά», «και του χρόνου νάμαστε καλύτερα», θα θυμίζουν Χριστούγεννα. Μπορεί να καίει κάπου κι ένα καντήλι.

Ψυχές που τουρτουρίζουν στην παγωνιά του φόβου και ελπίζουν πως θα γεμίσουν το κενό της εσωτερικής φτώχειας τους παίρνοντας μερίδιο από το πλούσιο σκηνικό εκείνης της βραδιάς.



Πράξη Δεύτερη
Την ίδια ώρα έκλεισε την πόρτα του μπαλκονιού ο Λεωνίδας.
- Έχει μια ξαστεριά, όμως∙ λάμπουν απόψε τ’ αστέρια! και έβαλε ακόμα ένα ξύλο στο τζάκι.
Είχε εφτά μήνες να πληρωθεί από τη «Νηματουργική». Λογιστής της εταιρίας από χρόνια. Είχε φτάσει τα 1200 το μήνα, είχε και τα δώρα το Πάσχα και τα Χριστούγεννα και κανένα bonus τις καλές χρονιές…
Κι αν βάλεις μαζί και κάποιους, που του είχαν αναθέσει να κρατάει τα βιβλία τους…καλά τα κατάφερναν.
Είχαν αρχίσει να υπολογίζουν το ποσό της σύνταξης και το εφάπαξ που θα έπαιρνε σε λίγα χρόνια και ένοιωθαν από τώρα πλούσιοι.
Γιατί; τι περισσότερο είχαν οι πλούσιοι; Μόνο φωτογραφίες στα σαχλοπεριοδικά τους.
Και τη γυναίκα του την είχε δείξει η τηλεόραση, όταν το συνεργείο επισκέφτηκε μια φορά το νηπιαγωγείο που εργαζόταν, για να της πάρουν συνέντευξη. Θέλανε, λέει, να δείξουν, πώς δουλεύει το σύστημα: «τα μαθήματα έξω από τις αίθουσες». Καμιά φορά και η τηλεόραση δείχνει καλά πράγματα.

Έμεινε κοιτάζοντας τις γαλάζιες φλογίτσες στο τζάκι και γύρναγε τα κάστανα πάνω στη λαμαρίνα. Τα είχε φέρει πεσκέσι ο φίλος τους από το Βόλο.
Φέτος, το νηπιαγωγείο δε δούλεψε. Το κατάργησαν οι καινούργιοι νόμοι. Απαιτούσαν…και τι δεν απαιτούσαν. Κι ας είχε διακριθεί για την ποιότητα της δουλειάς του.  Πώς να αντέξει, έπειτα, η επιχείρηση.
Δεν πειράζει, είπε η γυναίκα του. Θα έχω πιο πολύ καιρό για τα παιδιά, τώρα που μεγαλώνουν και με χρειάζονται. Έφτανε ο δικός του μισθός και τα έκτακτα.
Μα τούτο το τελευταίο εφτάμηνο…
Πάνε και τα λίγα που είχαν μαζεμένα στην τράπεζα.
Και τώρα, γιορτές. Από πού να βγει ένα γιορτινό φαγητό. Εδώ και το καλοριφέρ δεν το ανάβουν να ζεσταθεί ολόκληρο το σπίτι. Φυλάγουν το πετρέλαιο για μέρες πιο κρύες. Μόνο το τζάκι. Αλλά τη νύχτα τα δωμάτια είναι κρύα. Ένα θερμαντικό σώμα στο δωμάτιο των μικρών κι αυτό για λίγη ώρα.
Είχαν καταφέρει να αγοράσουν με δάνειο αυτό το διαμέρισμα. Άνετο και φωτεινό. Αλλά ακόμα τρέχουν οι δόσεις.
Και τώρα το κράτος ζητάει έκτακτες εισφορές, επειδή έχουν ένα διαμέρισμα, όλο κι όλο. Ληστές!
Αν δεν πληρώσουν, είπαν, θα τους κόψει η ΔΕΗ το ρεύμα. Ευτυχώς προχθές αποφάσισαν στη Γενική Συνέλευση της πρωτοβουλίας των πολιτών να μην πληρώσει κανένας και ευτυχώς και ο Δήμος υποστηρίζει αυτή την απόφαση. Σιγά μην πλήρωνε και τα έκτακτα. Πού να τα βρει;

Μια και δεν είχε εργασία, εδώ και καιρό, άρχισε πριν από το Καλοκαίρι να παρακολουθεί, έτσι από περιέργεια, όλες τις κινήσεις των πολιτών άλλοτε μόνος του, άλλοτε με τη γυναίκα του, με την οποία, μάλιστα, συζητούσαν σοβαρά το ενδεχόμενο να επιστρέψουν με κάποιο τρόπο στην επαρχία και να καλλιεργήσουν γη.
Γι’ αυτό είχαν επισκεφτεί αστικές προσπάθειες καλλιέργειας ελπίζοντας ότι κάποιος θα τους καθοδηγήσει σε περίπτωση που επιστρέψουν στην επαρχία.
Σιγά-σιγά έγιναν ταχτικοί στις γενικές συνελεύσεις στο Σύνταγμα και τώρα συνέχισαν στη συνέλευση των πολιτών στο Δήμο τους. Αύξαινε το ενδιαφέρον τους. Πότε-πότε είχαν και προτάσεις να κάνουν. Έκαναν, μάλιστα και συζητήσεις για γενικότερα θέματα. Σωστό σχολείο.
Είχε γραφτεί συνδρομητής στη λειτουργία του εναλλακτικού εμπορίου και χαίρονταν που αγόραζαν απευθείας από τον παραγωγό. Από παλιά έλεγε στη γυναίκα του, πως οι μεσάζοντες ήταν η κύρια αιτία για την ακρίβεια.
Είχαν δηλώσει και οι δυο συμμετοχή στην «τράπεζα χρόνου», μια και υπήρχε ελεύθερος χρόνος και είχαν, εξάλλου, αρκετές γνώσεις και δεξιότητες.
Η γυναίκα του πήγαινε στα χαριστικά παζάρια ρούχα που δεν έκαναν πλέον στα μικρά και μια φορά γύρισε με μια φούστα, που της πήγαινε ωραία.
Έμαθαν για το Κοινωνικό Ωδείο και δήλωσαν για τη μεγάλη τους κόρη, που ήθελε να συνεχίσει την κιθάρα της. Άκουσαν πως θα λειτουργούσε με εθελοντές γιατρούς το δημοτικό Ιατρείο και είχαν προσφερθεί και οι δυο για γραμματειακή υποστήριξη, παρόλο που από το Καλοκαίρι σκεφτόταν να δοκιμάσουν οι ίδιοι τις εναλλακτικές θεραπείες. Στο Σύνταγμα είχαν γνωρίσει καναδυό ολιστικούς θεραπευτές και η γυναίκα του διάβασε από τότε αρκετά γι’ αυτές τις θεραπείες. Εκείνος παρομοίαζε τις εναλλακτικές θεραπείες με τα βιολογικά προϊόντα. Μπορεί όμως να έκανε και λάθος.

Ένας καινούργιος κόσμος για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Άγνωστος και υπέροχος. Όπου ο ένας χαμογελούσε στον άλλον και προπαντός, όπου ο ένας προσφέρονταν για την εξυπηρέτηση του άλλου. Οι λέξεις «αμοιβαιότητα και αλληλεγγύη» ακούγονταν για πρώτη φορά. Και το βράδυ αργά με τη γυναίκα του άνοιγαν τις καρδιές και συμφωνούσαν, πως δεν είναι μόνοι τους εκτεθειμένοι στην αρπαγή του κράτους. Υπάρχουν μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολλοί και έπαιρναν θάρρος και δύναμη.
Η ελευθερία σαν ελπίδα μέλλοντος είχε αρχίσει να παιδεύει τον κομματικά απαλλοτριωμένο νου τους, από τότε που διακόπηκε η λειτουργία του νηπιαγωγείου και βρέθηκε και ο ίδιος χωρίς μισθό.
Σε δυο επισκέψεις στο Καφενείο δίπλα στο πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνα είχαν ακούσει για αυτονομημένες οικοκοινότητες και για το σχολείο μάθησης της ελευθερίας, που ετοιμαζόταν να παρακολουθήσουν. Έτσι κι αλλιώς είχαν σχεδόν όλο το χρόνο στη διάθεσή τους.
Και σιγά-σιγά διαμόρφωναν νέα αντίληψη για τα δικαιώματα του ατόμου και για τον χρέος της συλλογικής αντίδρασης και διεκδίκησης. Εξάλλου είχαν τρία παιδιά. Τουλάχιστον έπρεπε να παλέψουν για ένα καλύτερο κόσμο γι’ αυτά.

Από τότε που άρχισε η τακτική παρουσία τους στην Πλατεία μπήκε μπροστά και η συναισθηματική τους συμμετοχή. Ο κύκλος της ευθύνης τους απλώθηκε για πρώτη φορά και συμπεριέλαβε όλα τα γενικά θέματα που αφορούν τη ζωή των ανθρώπων οπουδήποτε στη Γη. Και τότε βρέθηκαν μπροστά σε νέες συνειδητοποιήσεις. Ίδια προβλήματα στην Ευρώπη, ίδια στη λατινική Αμερική, ίδια στις Αφρικάνικες χώρες. Ίδιοι οι άνθρωποι, ίδια η καταπίεση από τις εξουσίες, ίδια τα προβλήματα, ίδιες και οι λύσεις με τοπικές μικροδιαφορές.
Δεν είμαστε πλέον οι μόνοι που υποφέρουμε. Κοινό το πάθος, κοινό το βάρος, κοινή η ευθύνη.
Από την επόμενη μέρα αντάλλασσαν βλέμματα με τους διπλανούς και συνεννοήθηκαν με τα πρώτα χαμόγελα.
Εκείνη τη μέρα που γεύτηκε την αδικαιολόγητη χημική επίθεση της εξουσίας, η αγανάκτησή του έφερε την έκρηξη. Τότε πήρε την οριστική θέση, τη δική του θέση απέναντι στην εξουσία.
Πρώτα αναγνώρισε την ευθύνη της δικής του ψήφου στις τελευταίες εκλογές. Ήθελε να βγει στη συνέλευση και να ζητήσει συγνώμη από όλους. Από όλο αυτό τον κόσμο της αλληλεγγύης, που τον φρόντισαν με τόσο ενδιαφέρον, όταν πονούσαν τα μάτια του από τα χημικά και παραπατούσε στις σκάλες της πλατείας.
Εκείνη ήταν η μέρα που υποσχέθηκε στον εαυτό του να αφιερώσει τις όποιες του δυνάμεις για το γενικό συμφέρον, αλληλέγγυος με όλους. Τότε εντάχθηκε εσωτερικά στην αντίσταση της ανυπακοής.
Η γυναίκα του ερχόταν μαζί του στις πιο πολλές πορείες. Και τα συζητούσαν όλα. Δόξαζαν το Θεό που υπήρχε τέτοια συμπόρευση ανάμεσά τους και ο ίδιος χαίρονταν κρυφά, όταν ανακάλυπτε πως εκείνη ήταν πιο έτοιμη από τον ίδιο για τις νέες στάσεις ζωής.
Μαζί πήραν και την απόφαση να αποδεσμευτούν εντελώς από οποιαδήποτε σχέση με τα πολιτικά κόμματα.
- Όσα κόμματα, έλεγε εκείνη, τόσες συμμορίες εγκλήματος.
Τους είπαν στη γενική συνέλευση να κάνουν ένσταση για την εισφορά, αφού δεν έχουν κανένα εισόδημα. Αλλά, βλέπεις και η «Νηματουργική» ήταν σε εκκρεμότητα δεν ξεκαθάριζε τη θέση της. Τουλάχιστον να δηλώσει ότι κλείνει και να ξέρουν ότι έχουν χάσει οριστικά τη δουλειά τους. Έτσι, είναι σα να τους κρατάει ομήρους. Όπως κρατούσαν στο χωριό οι γερμανοί τον πατέρα του μαζί με άλλους και για μέρες δεν ήξεραν, αν θα ελευθερωθούν ή θα τους σκοτώσουν. Κατοχή έχουμε, πάλι, θεέ μου;
Είπε θεέ μου και θυμήθηκε τη μέρα. Σηκώθηκε και έφερε ακόμα ένα ξύλο στο τζάκι.
- Τι το θέλεις, έχει αρκετή ζέστη, του είπε η μεγαλύτερη κόρη του.
- Τι λες; της απάντησε. Σε λίγο γεννιέται ο Χριστός. Χρειαζόμαστε ζέστη. Εμείς είμαστε μεγάλοι, αυτός θα είναι ένα τόσο δα μωράκι.
Αλήθεια, που είναι οι άλλοι; Να μαζευτούμε όλοι εδώ κοντά να ζεσταθούμε και να γιορτάσουμε τη γέννηση του Χριστού.
- Η μαμά κάτι ετοιμάζει στην κουζίνα, είπε η μεγάλη∙ το έχει κρυφό.
- Δε μου λες, από πού… της είπε και έκανε με τα δάχτυλα σα να μετρούσε λεφτά.
- Κάπου είχαν απομείνει μερικά υλικά, βούτυρο και τέτοια και ήρθαν και από τα κάλαντα. Ξέρεις οι μικροί πόσα βγάλανε όλη τη μέρα; Η μαμά γελούσε ως τ’ αφτιά της, όταν της τα δώσανε.
Η ρυτίδα στο μέτωπο του μπαμπά ξαναφάνηκε.
- Φέτος, όμως, δεν πήραμε δώρα, είπε ξερά.
- Τι λες; Από όλα έχουμε! Και το δέντρο το στολίσαμε και η φάτνη στη θέση της.
- Αυτά τα είχαμε από πρόπερσι.
- Και φέτος έχουμε τα πάντα, του είπε κάπως συνωμοτικά! Και τούδωσε ένα φιλί.

Σε λίγο το σαλόνι είχε γεμίσει ανθρώπους και πακέτα φανταχτερά και φωνές και γέλια και φιλιά και αγκαλιές.
Τίποτε δεν έλειπε. Χοιρινό με χόρτα, λεμονάτο, όπως πάντα. Σαλάτα φρέσκια. Ψωμί ζυμωτό. Ακόμα και ένα μπουκάλι χύμα κρασί. Και οι κόκκινες χαρτοπετσέτες έδιναν το γιορταστικό χρώμα στο τραπέζι.
Και για το τέλος ένα ωραίο αφράτο σοκολατένιο γλυκό.
Άνοιγαν τα παιδιά τα δώρα που είχαν φτιάξει ο καθένας για τους άλλους και εκείνος χαιρόταν την ευρηματικότητα τους και τις ευχές γεμάτες από αισθήματα για όλο τον κόσμο.

Μετά τα μεσάνυχτα τα παιδιά είχαν ξαπλώσει. Καθισμένοι στον καναπέ με τη γυναίκα του ξανακοίταζαν τις ζωγραφιές των παιδιών και τις ευχές τους με άπειρα χρώματα και τολμηρά σχέδια και λίγες ανορθογραφίες. Της είπε:
- Είδες πώς συναισθάνονται τις δυσκολίες που περνάμε; και πώς ανάπτυξαν πρωτοβουλίες, ενώ άλλοτε περίμεναν μόνο τα δώρα τους. Φέτος έβαλαν τη φαντασία τους να δουλέψει και δημιούργησαν δώρα για τους άλλους; Είναι χαρακτηριστικό και πώς διατυπώνουν τις ευχές τους.
- Αυτό, είπε η γυναίκα, είναι το δώρο που έφερε ο Χριστός φέτος σε κείνους που Τον περίμεναν. Το πιο φθηνό και το πιο πολύτιμο! Στα παιδιά έφερε την πρώιμη ωριμότητα με υπευθυνότητα και αυτοσυγκράτηση. Και σε μας τους μεγάλους το ξύπνημα των συνειδήσεων!
Ακόμα και το μικρό μου είπε το απόγευμα: ούτε εγώ θέλω την κούκλα∙ φέτος θα έχω μωράκι το Χριστούλη!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου