Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

η νύχτα πριν





Νύχτα φωτεινή.
Η Καρδιά, η Νύφη άρχισε να ντύνεται. Τη βοηθάει η Μεγάλη Μάνα.
Διαλέγει δύο δάκρυα, τα δάκρυα της αγάπης και του έρωτα και τα αφήνει να κυλούν στο πρόσωπό της κι από εκεί έπειτα να χαθούν στον άσπρο της λαιμό.
Διαλέγει σαράντα εννιά μαργαριτάρια, μαργαριτάρια της θλίψης και της χαράς.
Τα φορεί γύρω από τον λαιμό της ν' αστράφτουν στα λόγια και στους λυγμούς της.
Διαλέγει η Μάνα, το κεντητό της πέπλο και το λευκό νυφικό της, τα νήματα  της ζωής της, τα νήματα της θυσίας της, τα νήματα της Καρδιάς.
Τη ντύνει με αυτά και γυρεύει το λουλουδένιο στεφάνι της.
Το βρίσκει δίπλα στην πηγή της και της το φορά.
Στολίζει τον ήλιο με τους καρπούς της βροχής της και της φιλά τα χείλη της που τόσο Την δόξασαν.
Την καμαρώνει η Μεγάλη Μάνα και αναλογίζεται: μπορώ να δώσω χαμόγελο σ' αυτή την ομορφιά;
Μήπως πιστεύει ότι πεθαίνει η Αγάπη; όχι θυγατέρα μου η κόρη πεθαίνει, για να γεννηθεί στο γάμο η Γυναίκα.

Η  ίδια νύχτα για τον Γαμπρό σκοτεινή, με το φεγγάρι κρυμμένο στα σύννεφα της αγνωσίας, της αμφιβολίας, της πλάνης και της ψευδαίσθησης∙ νύχτα φόβου και αγωνίας.
Ο Νους θα περάσει την πιο μεγάλη σκοτεινή νύχτα της ζωής. Θα συμπυκνώσει το παρελθόν της ζωής του κι αυτό πολλές φορές δυναμώνει το Φόβο.
Ο Φόβος τον συνοδεύει από τη στιγμή της απόσπασης του άλλου μισού που τον ολοκλήρωνε.
Κι ύστερα, ο καινούργιος Φόβος με τη μετακίνηση του ανθρώπου από τον κήπο της αμεριμνησίας στον κόσμο της εμπειρίας.
Και τώρα ο Φόβος της ένωσης και της ολοκλήρωσής του με το αιώνιο συμπλήρωμά του.

Το μυαλό βρίσκεται χαμένο στις μνήμες του.
Όλη η ελαττωματικότητά του θα ξεπροβάλλει μπροστά του. Η σκιά του Εαυτού του θα πάρει γιγάντιες διαστάσεις.
Οι τύψεις θα φέρουν την αυτό-ενοχοποίηση και θα καταλήξουν στις αυτό-κατηγορίες.
Μονολογεί: γιατί τόσος καιρός χαμένος; μα να μην καταλαβαίνω τόσα χρόνια;
Αντί να αρχίσει να ετοιμάζεται για το Γάμο, αντί να αξιοποιεί το παρόν, αδρανεί.
Κλαίει και χτυπιέται για το παρελθόν.
Πόσο κακός ήμουν! Ο χαρακτηριστικός πειρασμός της αυτοκριτικής και της αυτοκατάκρισης∙ η παγίδευσή του από τον Αντίπαλο του ανθρώπινου πνεύματος.

Και προσπαθεί να εξηγήσει, να ερμηνεύσει το παρελθόν με την προσφιλή του μεθοδολογία την κατηγοριοποίηση των πάντων: μαύρο ή λευκό.
Πόσο κακό έκαμα στην Καρδιά, στη Γυναίκα.
Κάπου θρηνεί για τον έρωτα, που άργησε να έρθει, σαν απαρηγόρητος έφηβος.

Πάλι δεν προσγειώνεται στο παρόν. Και αντί να ευχαριστήσει και να τιμήσει  το παρελθόν, όποιο κι αν είναι και να προχωρήσει, κλαψουρίζει για το τι έχασε. Το ρήμα χάνω φανερώνει ακόμα την κτητικότητα η οποία κυριαρχεί στις σκέψεις και στις δράσεις: πόσο κακό έχω υποστεί; πόσο έχω ζημιωθεί;

Ψάχνει για τις αιτίες, αφενός για να ερμηνεύσει, αφετέρου, μήπως και βρει ένοχο έξω από τον ίδιο τον εαυτό του, στον οποίο να επιρρίψει ευθύνες.
Λέει: μήπως είναι ο θεός που ορίζει το ερωτικό ταξίδι του ανθρώπου να αρχίζει πάντα με πόνο, πάντα με λάθη, πάντα με βράδια κρύα και σκοτεινά; ή μήπως φταίει η γριά μοίρα μου;
Δειλία και Φόβος απόρριψης.

Πού και πού νοιώθει και τη θλίψη της Γυναίκας. Και αντί να τρέξει να ανοίξει την αγκαλιά και να αρχίσει ο χορός της λύτρωσης του έρωτα, το μόνο που βρίσκει να εκφράσει είναι η λύπηση γι’ αυτήν και η ενοχοποίηση για τον εαυτό του.
Εξακολουθεί να στέκεται σε απόσταση από την πραγματικότητα του παρόντος.
Σκέφτεται και αναρωτιέται, λες και θα προέλθει από αυτή τη διαδικασία η αποκατάσταση των όποιων λαθών.
Αποφεύγει να δει την αιτία των λαθών ως αδυναμία, ως σκιά των αρετών του και να τα ελέγξει μέσα του, αφού τα λάθη αυτά αφορούν στη δική του προσωπικότητα.
Αισθάνεται προσωπική ευθύνη έναντι της Γυναίκας. Φοράει το ντύμα του μεγαλείου. Αυτός ο ισχυρός που έπρεπε να προστατέψει τη γυναίκα, να τη σώσει έγκαιρα. Έρχεται στο ρόλο του σωτήρα. Δεν είναι αυτός ο ατελής, ο μισός, ο αδύναμος, όπως στην πραγματικότητα είναι. Είναι ο σωτήρας της γυναίκας.

Θυμάται τις κινήσεις τρυφερότητας και του νοιαξίματος της Γυναίκας, ενώ εκείνος την ίδια ώρα σκεφτόταν, το πώς θα ανταποκριθεί με ερωτικό σμίξιμο. Έτσι παρέμενε να σέρνεται στο χώμα.
Στην πραγματικότητα η Γυναίκα παρέμεινε γι’ αυτόν «απρόσιτη». Γι’ αυτό και τώρα μια την περιφρονεί και μια φοβάται το μεγαλείο της και τη δύναμη της δικής της καθαρότητας και ποιότητας αγάπης.

Μετά πηγαίνει στις υποσχέσεις. Δε θα το ξανακάνω. Δε θα το ξαναεπιτρέψω στον εαυτό μου.
Δε μικραίνει την απόσταση. Δεν πλησιάζει την Καρδιά, μόνο μετατρέπει το συναίσθημα που έχει αναφανεί με τη μορφή των τύψεων σε στίχους ποιητικής μεγαλοστομίας. Μιλάει, μιλάει και ικανοποιείται με τα λόγια του που ακούει ο ίδιος.
«Πάλι μεγάλα λόγια κι υπερβολές…» λέει σε ένα τραγούδι του Χατζιδάκι ο Γκάτσος. Έτσι και ο Νους μέσα από την εγωκεντρική του νοοτροπία μιλάει, μιλάει ασταμάτητα.
Πάλι ανατρέχει στο παρελθόν, πάλι αποφεύγει το παρόν, φυγές από την πραγματικότητα του τώρα.
Γιατί τώρα νοιώθει μόνος. Μονολογεί: νοιώθω μόνος∙ νοιώθω πως πρέπει να νικήσω την αδυναμία του παρελθόντος μου και να προστατεύσω το παρόν μου.
«Το παρόν μου!» Και πάλι το προσωπικό συμφέρον, το δικό του βόλεμα.
Αλήθεια, πόσο μόνος μπορεί να νοιώσει ο άνθρωπος μέσα σ' ένα παρόν που νομίζει πως δεν υπάρχει; Πόσο μόνος μπορεί να νοιώσει ένας άνθρωπος μέσα σ' ένα παρόν, όταν το παρελθόν του βρίσκεται βουτηγμένο στην πλάνη και το έχει καταδικάσει ο ίδιος; Τίποτε δεν εγγυάται το αύριο αυτού του ανθρώπου.

Παραμονή του γάμου κι ακόμα αναρωτιέται: ήρθε άραγε η ώρα; 
Ήρθε άραγε η στιγμή που πρέπει να ανοίξω την αγκαλιά της φύσης μου και να καταστήσω την Καρδιά γυναίκα μου;
Το θέλει βαθύτατα, επειδή έλκεται υποσυνείδητα από το δημιουργικό του παράγοντα, στον οποίο οφείλει ο ίδιος ο Νους την ύπαρξή του, όπως και από το νόμο της κυκλικής επιστροφής, που αποτελεί το μοιραίο του.
Το σημείο της εκκίνησής του, όμως είναι πολύ μακριά μέσα στο χρόνο. Και υπάρχουν τόσα στρώματα ψευδαισθήσεων και τόσες επιρροές αποπλάνησης, που έχουν σκεπάσει το φωτεινό πυρήνα της ουσίας του, ώστε το μάτι του δεν φτάνει, παρά μόνο ως τον ορίζοντα του πρόσφατου παρελθόντος.
Ποθεί το επόμενο βήμα, αλλά φοβάται. Χαρακτηριστικό του μυαλού, χαρακτηριστικό του άντρα οι παλινωδίες και η αναποφασιστικότητα.
Μήπως προδοθώ;
Μήπως με προδώσει το αδιόρθωτο παρελθόν μου και πάλι;
H, μήπως, θα είναι μια προσπάθεια χωρίς ουσία και η Γυναίκα μου θα σταυρωθεί πάλι και πάλι;
Προσπαθεί τη δική του μικρότητα να την περάσει δήθεν σαν ενδιαφέρον για τη Γυναίκα, σαν φροντίδα γι’ αυτήν.
«Θα καταφέρω να της δείξω πόσο την αγαπώ, πόσο την ποθώ, πόσο θέλω να ενωθώ μαζί της και να την ταξιδέψω στους κόσμους μας πέρα από τις ανθρώπινες αγωνίες που στενεύουν τους δρόμους των ονείρων;»

Σιγά-σιγά αρχίζει να κάνει σωστότερες εκτιμήσεις.
Καταλαβαίνει πως ενώ ήθελε, όπως φαντάζεται, να τη σώσει από μια ζωή άδεια χωρίς το περιεχόμενο του Νου, στην πραγματικότητα της στερούσε τη ζωή, καθώς δεν της επέτρεπε να εκφράσει εκείνη το δικό της περιεχόμενο.

Σιγά–σιγά ξεθαρρεύει και αρχίζει να εισχωρεί στη ουσία των πραγμάτων∙ αρχίζει να ανακαλύπτει και την κακή ποιότητα της δικής του ζωής και συμπεριφοράς.
Έψαχνε για την απόλαυση και την πληρότητα, για τη χαρά και τη λύτρωση, για το αγκάλιασμα μιας αγκαλιάς, το αγκάλιασμα μιας πνοής και καθώς στρεφόταν προς τα κορμιά των ανθρώπων, εισέπραττε ένα οργασμό μέσα από την ντροπή και την ένοχη συνείδηση, γιατί ο οργασμός γέμιζε κάπως τη γη του, αλλά άδειαζε την καρδιά του.
Η μεγαλύτερη ντροπή - το βλέπει τώρα - είναι να νοιώθει τον οργασμό του ανθρώπου μέσα σε απόλυτη συναίσθηση, ότι ο ένας αγαπά, ο ένας αγκαλιάζει, ο ένας δίνει και την ίδια ώρα λαμβάνει το απόλυτο μηδέν, την απόλυτη ντροπή του κόσμου.
Τέτοιο ανοσιούργημα κατάντησε ο έρωτας κι ο οργασμός του ανθρώπου.

Έλπιζε, πως η γυναίκα θα έβλεπε τα λάθη και θα υποχρεωνόταν σε φυγή. Όμως κι εκεί γελάστηκε. Σε κάθε πτώση του ο Νους ήξερε ότι η Καρδιά θα πληγωνόταν. Γι' αυτήν η είδηση της πτώσης του Νου ήταν πάντα ένας νέος θάνατος. Τώρα ο Νους αντιλαμβάνεται, ότι ο ίδιος τραβούσε το δρόμο του χωρίς να ενδιαφέρεται για τον πόνο της Καρδιάς.
Βλέπω, τώρα, καθαρά πως ότι έκανα το έκανα πρώτα για εμένα και μετά γι' αυτήν.
Κι όταν ζούσα, με το δικό μου τρόπο, εμένα και πάλι αρνιόμουν και κάποιες περιόδους ήλπιζα να αυτοκαταστραφώ και να φύγω, μα ήθελα να πάρω κι εκείνη μαζί μου σ' αυτό τον χαμό.
H Καρδιά μάθαινε και έκλαιγε και πάλι μάθαινε και πάλι έκλαιγε.
Το ένοιωθε ο Νους, αλλά αισθανόταν όμορφα μέσα σ' αυτό το λυγμό της ψυχής.
Ένοιωθα, λέει, πως έκλαιγα εγώ για τα δικά μου λάθη και τις δικές μου αδυναμίες∙ εκείνη μάλλον δεν τη σκέφτηκα ποτέ. Υπήρχα μόνο για τον εαυτό μου.
Ήρθε, όμως, η στιγμή που έπρεπε να την πάρω στην αγκαλιά μου. Γιατί το ήθελε και το ήθελα, γιατί συμβαίνει απλά μέσα στον χρόνο οι άνθρωποι να πρέπει να ενωθούν για να νοιώσουν πόσο άνθρωποι είναι και πόσο Άνθρωποι είναι ενωμένοι.
H αγκαλιά ήρθε απλά και γλυκά.
Όμως, και πάλι η Καρδιά έκλαψε, και πάλι η Καρδιά μου έλιωσε μέσα στον πόνο της ψυχής και της αδυναμίας μου. Είχα την γυναίκα δίπλα μου και δεν μπορούσα να την λάβω μέσα μου. Ανάπνεα κι ανάπνεε στο ίδιο στήθος, αλλά όχι με τον ίδιο ρυθμό.

Ήρθε καιρός που εγώ έβλεπα πια καλύτερα πέρα από τα όριά μου. Και η Καρδιά, η δική μου Καρδιά, μέρα την μέρα, άλλαζε, άνθιζε μέσα στην αγάπη των στιγμών μας. Έλιωνε μέσα στην αδυναμία μου και την τραχύτητα των σκληρών περασμένων στιγμών μου. Θύμωνε με τα δικά μου λάθη και γέλαγε με τις δικές μου όμορφες αγκαλιές.
Και παρόλες αυτές τις αλλαγές, ερχόταν στιγμές που αισθανόμουν χαμένος, αισθανόμουν για άλλη μια φορά δειλός. Ήξερα τώρα πως είχα την γυναίκα δίπλα μου, που θα με ανάσταινε κι εγώ αναρωτιόμουν για το παρελθόν της, όσο και για το δικό μου.
Κι όταν αυτή πονούσε, ο Νους σκούπιζε τα δάκρυα της ψυχής του και όχι των ματιών της. Ήταν ο παρηγορητής του δικού του πόνου και ο σωτήρας της δικής του ψυχής. Έτσι πρόσταζε η θρησκευτική αγωγή που είχε εγγράψει στο αριστερό ημισφαίριο του μυαλού του.

Δειλός, παραπλανημένος, αμετανόητος και αναβλητικός.
Πόσες φορές δεν είπα μέσα μου πως σήμερα, και όχι αύριο∙ και πόσες φορές δεν δίστασα.
Αύριο, ναι, αύριο. Αύριο θα αναστηθώ, αύριο θα περπατήσω στους κόσμους μου, αύριο θα λυτρωθώ, αύριο θα λυτρώσω.
Πόσες φορές δεν μίλησα γι' αυτό αύριο.
Πόσες φορές δεν έφτιαξα όνειρα όμορφα αθώα∙ κι όμως πόσες φορές αυτά τα όνειρα δεν τα πρόσφερα.

Συνήθως ο Νους δεν αντέχει για μεγάλη αγάπη, φοβάται την αγάπη που αλλάζει τον άνθρωπο, που αλλάζει τον κόσμο.
Φοβάται και αισθάνεται ένοχος γι’ αυτό το φόβο.
Τούτη τη νύχτα αποφάσισα, να κοιτάξω κατάματα όχι το παρελθόν, αλλά μέσα στο παρελθόν, και είδα. Και κατάλαβα.
Κατάλαβα ότι ο Θεός δεν βοηθάει τον άνθρωπο να κατανοήσει, όταν ο άνθρωπος οφείλει να υψωθεί πέρα και πάνω από τη φύση του. Κατανόησα το παρελθόν μου και μέσα σ' αυτό είδα και κατανόησα την Καρδιά, την Καρδιά μου.
Είδα την θλίψη της Καρδιάς μέσα στην δική μου αδυναμία για αγάπη.
Είδα την πληγή της Καρδιάς μέσα στην δική μου αδυναμία να ξεπεράσω το φόβο μου. Το φόβο να παραδοθώ στην αγκαλιά της και να χαθώ.
Είδα και το μεγαλείο της Καρδιάς και ντράπηκα.
Θυμάμαι που, πριν καιρό, είπε σ' αυτό το δειλό κομμάτι του εαυτού μου: «Δε με νοιάζει πια, είμαι εδώ κι είσαι και εσύ εδώ κι αυτό είναι αρκετό για μένα πια. Ξέρω πως σ' αγαπώ, γνωρίζω πως μ' αγαπάς κι αυτό είναι ήδη μεγάλο για την καρδιά μιας Καρδιάς. Κάποτε στα μοναχικά μου χτυπήματα βγαίνει το αίσθημα πως πρέπει να φύγω μακριά σου. Όμως δεν θέλω. Αποφάσισε ο Θεός κι εσύ και για την δική μου μοίρα."
Τότε τρόμαξα ακούγοντας αυτά τα λόγια και ρίγησα στην σκέψη, πώς ένας άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει τόσο!
Είναι το θάρρος της αγάπης που μιλά; Είναι το θάρρος της γυναίκας; H, μήπως, η αγάπη της  γυναίκας είναι το θάρρος του ανθρώπου;
Όταν ο Αντίπαλος, όταν η Πλάνη ερωτευθεί τον Άνθρωπο, ο άνθρωπος πρέπει να συλλογισθεί τον έρωτα, ίσως για πρώτη φορά στην ζωή του∙ γιατί μόνο ο ερωτευμένος άνθρωπος δεν επιτρέπει το θάνατο της Καρδιάς και της Αλήθειας, όχι ο άνθρωπος.
Τότε αναρωτήθηκα: ο κόσμος δεν άλλαξε επειδή δεν υπάρχουν πολλές Καρδιές, ή μήπως δεν μπορεί να αλλάξει επειδή υπάρχουν πολλά Μυαλά σαν κι εμένα;
Πώς μπορεί να αλλάξει ένας κόσμος όταν ο Νους δεν ενωθεί με την Καρδιά, όταν ο άντρας δεν ενωθεί με τη γυναίκα του; Πώς μπορεί να αλλάξει ένας κόσμος όταν η ένωση αυτή δεν φέρει τον καρπό της, τη νέα και πρωτοφανέρωτη κοινή συνειδητότητα;
Κι αυτό είναι μια Χάρη για το παρελθόν που ξοδεύτηκε άσκοπα.
Είναι μια Χάρη για τη Γυναίκα και την Καρδιά, που ανθρώπινα και θεία πίστεψε, ότι είχε το δικαίωμα στον κόσμο των ανθρώπων να ενωθεί, να χαρεί, να εργαστεί και να δοξάσει τον Θεό της και την φύση της.
Είναι μια Χάρη για την ανθρωπότητα ολόκληρη, που βγαίνει μέσα από το σκοτάδι αγαπώντας τη Γυναίκα και τιμώντας την Καρδιά. 

1 σχόλιο:

  1. τι να πω...δεν υπάρχουν λόγια ! για το ''κείμενο'' αυτό, όπως και για όλα τα άλλα

    Πάρα πολύ με άγγιξε, μου ταίριασε, Σε κατάλαβα, Με κατάλαβα
    Με βρήκα μέσα στο γραπτό...και σε όλα τα άλλα

    Μεγαλείο η καρδιά όταν ενώνεται με τέτοιο Λόγο
    ! ! ! !
    Πόσα χρόνια παρατηρώ και με Μαθαίνω και με ανακαλύπτω

    και τόσο όμορφα δοσμένα και βαλμένα σε σειρά ήταν τα λόγια σου

    Κάποτε έγραφα και είπα :
    μα σαν μιλήσει η Καρδιά ο νους σωπαίνει...
    και υπηρέτης της πιστός , Μπροστά στα πόδια της καριδάς στέκει και γονατίζει ...

    σιωπή .....

    ΑπάντησηΔιαγραφή